- αλλοτριόγαμος
- ο изменник, нарушитель супружеской верности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοτριόγαμος — ἀλλοτριόγαμος, ον (Μ) αυτός που λοξοκοιτάζει ξένο γάμο, τη γυναίκα κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + γάμος] … Dictionary of Greek